- ότιπερ
- ὅτιπερ (Α)βλ. ότι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὅτιπερ — ὅτι 2 for what indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὅ τιπερ — ὅτιπερ , ὅτι 2 for what indeclform (conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ότι — (ΑΜ ὅτι, Α επικ. τ. και ὅττι) (σύνδ.) 1. (ειδικός που εισάγει αντικειμενική πρόταση μετά από λεκτικά, δοξαστικά, αισθήσεως και γνώσεως σημαντικά ρήματα και συντάσσεται κυρίως με οριστική κάθε χρόνου) πως (α. «μού είπε ότι θα έλθει» β. «ᾔσθετο ὅτι … Dictionary of Greek